προικοδότηση

προικοδότηση
η / προικοδότησις, -ήσεως, ΝΜ [προικοδοτῶ]
παροχή προίκας, προίκιση
νεοελλ.
1. σύνολο εσόδων που παραχωρούνται σε κοινωφελές ίδρυμα
2. η χορήγηση γαιών σε αγωνιστές εθνικών αγώνων ως ηθική και υλική ανταμοιβή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποκλήρωση — Σύμφωνα με το Κληρονομικό Δίκαιο, ο κληρονομούμενος μπορεί με διαθήκη του να αποκληρώσει συγγενείς του ή τον/τη σύζυγό του από την κληρονομιά του. Προκειμένου όμως για τη νόμιμη μοίρα, το ποσοστό δηλαδή της κληρονομιάς που παίρνουν υποχρεωτικά… …   Dictionary of Greek

  • προικισμός — ο, ΝΑ [προικίζω] η προικοδότηση …   Dictionary of Greek

  • προικοδοσία — η, Ν η προικοδότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προικοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

  • προικόδοση — η, Ν η προικοδότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίκα + δόση (< δίδωμι)] …   Dictionary of Greek

  • προικώος — α, ο / προικῷος, ῴα, ον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προίκα ή αυτός που προέρχεται από προικοδότηση νεοελλ. φρ. «προικώο σύμφωνο» το προικοσύμφωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, κός + κατάλ. ῷος (πρβλ. πατρ ῷος)] …   Dictionary of Greek

  • Ζωσιμάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ζ. ο όσιος. Ασκήτεψε στη μονή του Ιωάννη του Προδρόμου και μετά στην έρημο του Ιορδάνη, όπου έθαψε τη Μαρία την Αιγυπτία. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Απριλίου. 2. Ζ. ο όσιος. Ασκήτεψε στην έρημο. Η… …   Dictionary of Greek

  • προίκιση — η η παροχή προίκας, η προικοδότηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”