αποκλήρωση — Σύμφωνα με το Κληρονομικό Δίκαιο, ο κληρονομούμενος μπορεί με διαθήκη του να αποκληρώσει συγγενείς του ή τον/τη σύζυγό του από την κληρονομιά του. Προκειμένου όμως για τη νόμιμη μοίρα, το ποσοστό δηλαδή της κληρονομιάς που παίρνουν υποχρεωτικά… … Dictionary of Greek
προικισμός — ο, ΝΑ [προικίζω] η προικοδότηση … Dictionary of Greek
προικοδοσία — η, Ν η προικοδότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προικοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
προικόδοση — η, Ν η προικοδότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίκα + δόση (< δίδωμι)] … Dictionary of Greek
προικώος — α, ο / προικῷος, ῴα, ον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προίκα ή αυτός που προέρχεται από προικοδότηση νεοελλ. φρ. «προικώο σύμφωνο» το προικοσύμφωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, κός + κατάλ. ῷος (πρβλ. πατρ ῷος)] … Dictionary of Greek
Ζωσιμάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ζ. ο όσιος. Ασκήτεψε στη μονή του Ιωάννη του Προδρόμου και μετά στην έρημο του Ιορδάνη, όπου έθαψε τη Μαρία την Αιγυπτία. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Απριλίου. 2. Ζ. ο όσιος. Ασκήτεψε στην έρημο. Η… … Dictionary of Greek
προίκιση — η η παροχή προίκας, η προικοδότηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)